Δίπτυχο
Ι
Με τα γυμνά της πόδια στις βατιές,
άσπρα λαγωνικά,
και τούφες τούφες τα μαλλιά
να τα ξασπρίζει ο χρόνος ή μήπως
ήταν ο αέρας. Αέρας θα ‘τανε
και δυνατή βροχή, σχισμή του βράχου
κι αντάρα που χαμήλωνε
σαν την ποδιά της, κρύβοντας το βουνό.
Εκεί στο βράχο κι η καλή της ηλακάτη
τουλούπες έγνεθε και φονικά,
έζωσε μοναστήρια με το νήμα της,
έδεσε σπίτια κι έσυρε καράβια,
ώσπου κουράστηκαν τ’ αρθριτικά της χέρια.
Περνούν λαγοί στον ύπνο της κι αγρίμια,
κάνει να τα χαϊδέψει και τα πνίγει,
σπαράζουνε τα τρυφερά κορμιά τους
την ξυπνούν. Κοιτάζει το σκοτάδι,
δε μιλάει, καντήλι δεν ανάβει πια,
της το ‘σβησε δυο τρεις φορές
αέρας δυνατός.
Ποιος να φυσούσε κι από πού,
πόρτες παράθυρα κλειστά.
ΙΙ
Χώρισαν και χαθήκανε
στην ίδια γειτονιά, στους ίδιους δρόμους.
Εκείνη γύριζε και γύρευε
σ’ άλλα κορμιά τη μουσική του.
Απελπίστηκε, παντρεύτηκε μια μέρα.
Τον ξέχασε κι αυτόν και το κορμί της,
έγινε σύζυγος, μητέρα,
πρώτη ξαδέλφη όλων των απελπισμένων.
Τους βλέπει κάθε βράδυ στην TV.
Αδύνατον να πάει στο κρεβάτι
ώσπου να πέσουν χιόνια στην οθόνη.
Τη γαληνεύει αυτό το άσπρο – ένα τίποτε –
κι έτσι την παίρνει ο ύπνος.
Αλλού βλασταίνουν σώματα καινούργια, δίνουνε όρκους κι επιμένουν στην αγάπη.
Την απελπίζει τόση ελπίδα.
Τα Σάββατα πρωί πρωί στη λαϊκή,
κόκκινα μήλα, πράσινα μαρούλια
και σέλινα με τα μαλλιά λυμένα.
Η φύση, μπόλικη και χύμα, της διδάσκει
πως δεν πεθαίνουνε τα μήλα από λύπη.
Και αναβάλλει μέχρι τ’ άλλο Σάββατο.
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”:
Μιχάλης Γκανάς.
No comments:
Post a Comment