Λόγια, γεμάτα εικόνες και αισθήματα, του Κώστα Ουράνη από το βιβλίο του «Ταξίδια Ελλάδα» είναι ικανά να μας χαρίσουν ένα υπέροχο ταξίδι στο χωρο-χρόνο των Κυκλάδων ! Voila !
«Τα κοίταζα …Αν και κοντά μου φάνταζαν σα ναταν απείρως μακρυά – ανάμεσα στη πραγματικότητα και το όνειρο. Μερικά είχαν το μακρουλό σχήμα του πλοίου – κ’ είταν σαν να πήγαιναν με το ρεύμα. Έτσι δεν πλανιόταν κ’ η Δήλος, πριν ο Ζεύς τη στεριώσει με διαμαντένιες αλυσίδες για να επιτρέψει στην περιπλανώμενη Λητώ να γεννήσει τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Αλλά τώρα καθώς παιχνίδιζε πάνω τους το φως, έμοιαζαν με λουλουδιασμένα κάνιστρα. Κι όλα τους είχαν κάτι το ευτυχισμένο και το παραμυθένιο. Έλεγες πως ήρθαν στον κόσμο όπως είχαν χτιστεί τα τείχη της Καδμείας: υπό τους ήχους των λυρών. Η εντύπωση που έδιναν ήταν καθαρά μουσική… Το πλοίο γλιστρούσε ανάμεσά τους. Ο αέρας ήταν ηδονικά δροσερός. Οι τελευταίοι πέπλοι των νυχτερινών ίσκιων διπλώνονταν στα ακρογιάλια τους, ενώ το αυγινό φως έβαφε ρόδινες τις κορφές τους. Στη γλαυκή επιφάνεια της θάλασσας σχηματίζονταν εδώ και εκεί γυαλιστερά στρώματα απαλότατου γαλάζιου. Ήταν όπως λέει ο Βεράρεν σ’ ένα στίχο του, ήταν σαν νάχε «ξημερώσει Κυριακή»πάνω στα νερά. Θάλασσα, ορίζοντας, φως, χρώματα όλα είχαν κάτι το γιορταστικό. Γέμιζαν θάμπος τα μάτια μου και γλυκύτητα την ψυχήν μου.
Όταν ο ήλιος ψήλωσε στο ουρανό και το Αρχιπέλαγος έγινε κατάχρυσο, τα νησιά που πλησιάζαμε, απογυμνωμένα από τους πρωινούς ονειρώδεις τους πέπλους, μας παρουσιάστηκαν φτωχά και αιχμηρά. Δεν ένιωσα όμως γιαυτό καμιά απογοήτευση. Ο,τι είχαν χάσει σε μουσικότητα, το κέρδιζαν σε πλαστικότητα. Ο,τι είχαν χάσει σε φαντασμαγορία το κέρδιζαν σε θέλγητρο. Τα νησιά αυτά που από μακριά κανείς τα θαύμαζε, από κοντά τα’ αγαπούσε. Είχαν μια ταπεινή ομορφιά που άγγιζε την καρδιά. Στις ακρογιαλιές τους ή στα ύψη των βράχων τους λεύκαζαν οι κωμοπόλεις τους σαν κοπάδια άσπρων φωτεινών περιστεριών που στάθηκαν ν’ αναπαυθούν από το πέταγμά τους. Οι εκκλησίτσες τους τρυφερά χρωματισμένες με ρόδινα και γαλάζια χρώματα, ήταν σα ζουμπούλια σε ασβεστωμένα πεζούλια. Κάθε μια από τις μικρές αυτές πολιτείες είχε και κάτι το ιδιαίτερο. Η μια ήταν γραφική, η άλλη ειρηνική, πρόσχαρη εκείνη. Κι όλες μαζί ήταν καθαρές, αγαθές και φιλόξενες. Μ’ όλη της φτώχεια του εδάφους τους, άστραφταν από νοικοκυροσύνη. Τα φτωχότερα καλύβια εκτυφλωτικά ασβεστωμένα και μ’ ένα πράσινο φεστόνι κληματαριάς στη πόρτα τους, ήταν πιο ανοιχτόκαρδα κι από εξοχικές επαύλεις.
Όταν αγκυροβολούσαμε για λίγο μπροστά στη παραλία καμιάς από τις μικρές αυτές πολιτείες, κ’ η σειρήνα του βαποριού αναστάτωνε τη φωτεινή της ειρήνη, ξεσήκωνόταν σα για να μας υποδεχθεί. Τα σπίτια σκαρφάλωναν το ένα πάνω στο άλλο για να μας δουν καλύτερα, οι ταράτσες τους λουλούδιαζαν μα τα πολύχρωμα φορέματα των νέων κοριτσιών της, κ’ οι γραφικοί της μύλοι κουνούσαν τα’ άσπρα τους πανιά σα μαντήλια καλωσορισμού. Κι έτσι που την κοίταζα από το κατάστρωμα του βαποριού, δεν ένιωθα τον εαυτό μου σαν ένα ξένο προς αυτήν και τη γαλήνια αγαθή ζωή της, αλλά είχα το αίσθημα ενός γυρισμού, ύστερ’ από χρόνια, σ’ ένα τόπο γνώριμο και αγαπημένο- ότι η ψυχή μου, σαν τον Οδυσσέα, ξανάβρισκε την Ιθάκη της»…
Για την ονειρική παραμονή σας διαλέξαμε
και σας προτείνουμε δύο εξαιρετικά ξενοδοχεία:
Στο Μπατσί της Άνδρου το «VILLA RENA»
και στην Ίο το: «LIOSTASI IOS»
No comments:
Post a Comment